Φιλοσοφικης Δεσμωτης


ΣΕΝΤΟΝΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΥΕΣ ΝΥΚΤΕΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΜΜΜΒΡΗ

Γνώρισα τον Ελευθέριο όταν φοιτούσαμε στο πρώτο έτος. Ψάρακες και οι δύο, δεν τον κατάλαβα και πολύ όταν τον πρωτοείδα. Είχε στο βλέμμα κάτι το σαυρίσιο. Δεν ξέρω. Πάντως επέμενε. «Όχι Λευτέρης, Ελευθέριος!» Γνωρίσαμε μαζί την Ιουλία, μια κοκκινομάλλα βυζαρού, καλό παιδί και γελαστό η Ιουλία. Η Ιουλία φορούσε εκείνη τη ζεστή μέρα του Οκτώβρη ένα λεπτό γαλάζιο μπλουζάκι βαμένο μπατίκ και τα μαλλιά της ανέμιζαν ιδρωμένα έξω από το αμφιθέατρο 204. Μα δεν ήταν εκείνη που έκλεβε τα βλέμματα, παρά τα πλούσιά της ελέη. Το πλάσμα που έκλεβε τα βλέμματα ήταν ο Ελευθέριος. Ή ο Τάκης. Ή ο Βαγγέλης. Ή ο Αριστόξενος. Αυτό το παιδί τελοσπάντων που μου έδωσε το τηλέφωνό του και μου είπε ενώ δεν τον ήξερα καλά καλά ακόμα «Να πάμε για γυμναστική αύριο, είναι και Σάββατο!». Η αλήθεια είναι πως δεν γυμνάζομαι ιδιαίτερα, δεν κάπνιζα τόσο τότε, αλλά δέχτηκα. Τον πήρα την άλλη μέρα τηλέφωνο, όχι πολύ ενθουσιασμένος, «θα ναι και η Ιουλία, δεν βαριέσαι» σκέφτηκα και πήρα. Το σήκωσε η μάνα του, ή ίσως έτσι κατάλαβα εγώ, για να μου πει ότι «Δεν υπάρχει Ελευθέριος εδώ αγόρι μου, λάθος κάνεις!» Κλικ. Μετά από πέντε λεπτά με πήρε πίσω ο Ελευθέριος για να μου πει ότι του έκανε πλάκα η αδερφή του και ότι ισχύει το ραντεβού για γυμναστήριο το Σάββατο. Μια λευκή BMW του ογδόντα πάρκαρε μυστηριωδώς. Ο Ελευθέριος εμφανίστηκε στο Πανεπιστημιακό Γυμναστήριο ντυμένος πολύ προσεγμένα: είχε βάλει παπούτσια μπάσκετ με αερόσολα, μια καινούρια γυαλιστερή φόρμα Adidas, αυτά που φοράνε στον καρπό οι μπασκετμπολίστες για τον ιδρώτα, από μέσα άλλο μπλουζάκι αμάνικο και κουβαλούσε και τσάντα με αλλαξιά για μετά, αφού ιδρώσει. Πού πήγαινα εγώ με την φόρμα από το Λύκειο που μάνι μάνι την είχα βάλει είκοσι φορές κι είχε ήδη γαριάσει; Κι έτσι βρεθήκαμε να ιδρώνουμε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα με διάφορες, μα για λάθος λόγους. Ο Ελευθέριος, άνετος στο Γυμναστήριο Των Φοιτητριών, δώστου βαράκια και «Πάμε παιδιά, μη χαλαρώνουμε τώρα που ζεσταθήκαμε! Έλα!» και να φωνάζει στην Ιουλία να σηκώσει και εκείνη βάρη και τέτοια. Η αλήθεια είναι βέβαια πως ο Ελευθέριος περισσότερο φώναζε παρά έτρεχε και γυμναζόταν ο ίδιος. Μου θύμιζε τον δάσκαλο της Γυμναστικής που μας έπρηζε τα αυτιά να τρέξουμε κάθε πρωί κι εκείνος κάπνιζε αμέριμνος το τσιγαράκι του. Εγώ στο δεκάλεπτο είχα βαρεθεί και έπινα κοκακόλα από το κυλικείο.

Στα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής ο Ελευθέριος ήταν πρώτος στις «απορίες». Κι όταν λέω «απορίες» εννοώ πως σήκωνε το χέρι όποτε μιλούσε η πενηντάρα ξανθιά βυζαντινού και έκανε πως τάχα ναι, και εκείνος συμφωνούσε, δεν πάει άλλο έτσι κυρία Ματσίδου μου, δίκιο έχετε, πρέπει να γίνει βιβλιοθήκη της σχολής, τώρα που είναι Πρύτανης ο κύριος Μπαμπινιώτης προλαβαίνουμε, είναι κατάσταση αυτή; Και κάπου εκεί ξέχναγες και αναρωτιώσουν ποια είναι ακριβώς η απορία του, και αφού δεν έχει απορία γιατί τον αφήνει να μιλήσει η Ματσίδου, αλλά δεν βαριέσαι. Την Ιουλία πάντως δεν την είχε καταφέρει ο Ελευθέριος τελικά στο Γυμναστήριο το Φοιτητικό. Τσάμπα ο ίδρωτας κι οι αλλαξιές στην τσάντα.

Περάσανε οι μήνες, ψιλοχαθήκαμε με τον Ελευθέριο, όταν ο Θωμάς άρχισε να μου αφηγείται μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Αριστόξενο. «Ναι ρε και που λες σκάει μύτη ο τύπος και μου λέει ότι έχει σκλήρυνση κατά πλάκας, νέο παιδί ρε φίλε, και μόλις τον είχε ερωτευτεί μία κοπέλα, αλλά δεν έκανε κάτι μαζί της για να μην την πληγώσει. Πρέπει να τον γνωρίσεις!» Να τον γνωρίσω, και τον γνωρίζω. Τον είδα από μακριά αυτόν τον ανώτερο άνθρωπο που θυσίασε τον έρωτα για να μην πληγώσει: φορούσε λευκό κοστούμι, μπλε πουκάμισο και ριγέ γραβάτα. Είχε τα μαλλιά λίγο μακριά και χτενισμένα πίσω, με ανταύγειες ξανθές. Το βλέμμα είναι αλήθεια πως κάτι μου θύμισε, δεν κατάλαβα τι, ήταν απόκοσμα γαλάζιο και καφέ μαζί. Μα βέβαια! Το βλέμμα σαύρας που είχα μήνες να δω. Όμως ήταν καστανό, τώρα πώς είχε γίνει γαλάζιο; Κι εκείνη η ανταύγεια; Ο Αριστόξενος ήταν ο Ελευθέριος. Δεν θυμόμουν το «Ελευθέριος» τάχα; Φυσικά και θυμόμουν, μα αφού παίζαμε, είπα να μην το χαλάσω κι έτσι τον ρώτησα απλώς «Τι κάνεις φίλε;» για να λάβω μια απάντηση πολύ απασχολημένη και βιαστική «Κωλοκατάσταση ρε φίλε, γάμησέ τα, τρέχω τρέχω, κωλοκατάσταση» μα μέχρι να αρχίσει να μιλάει, ο Θωμάς είχε φύγει κι έτσι η κωλοκατάσταση την οποία έλαβα ως ιστορία από τον Ελευθέριο ήταν πως του κόψανε την αναβολή και πρέπει να πάει τώρα στο στρατό και αν δεν πάει θα τον συλλάβουν και τέτοια. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, αλλά ήταν πολύ βιαστικός. «Τρέχω τρέχω πάω στη Γραμματεία, κωλοκατάσταση» είπε ψευδίζοντας και έφυγε.


Κι έκανα μήνες πάλι να τον δω, κι έβλεπα κι άκουγα διάφορα εντελώς άσχετα, μα τώρα που τα θυμάμαι, ας τα πω. Άκουσα μια μέρα για μία «σύλληψη» πολίτη από την Στρατονομία στην είσοδο της Πανεπιστημιούπολης στην Καισαριανή, στο τέρμα του εσωτερικού λεωφορείου. Ότι ήταν ένας τύπος ο οποίος ντυνόταν Λοχαγός του Ελληνικού Στρατού και κυκλοφορούσε στην Φιλοσοφική και έλεγε πως είναι ο Παναγής και περιμένει την αδερφή του, και μάζευε τηλέφωνα από κοπέλες και τέτοια. Ναι κι ότι φορούσε φακούς επαφής γαλάζιους και τον συλλάβανε οι Στρατονόμοι, αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν κανονικά γιατί δεν ήταν φαντάρος ακόμα, οπότε του ζητήσανε να φοράει ότι θέλει, αλλά το Εθνόσημο απαγορεύεται εφόσον δεν ανήκει σε κάποιο Σώμα. Κι ότι γελούσανε μέχρι και οι Στρατονόμοι με την κατάσταση.

Ύστερα πέρασε ο καιρός, ξανάρθανε τα κρύα και τρεις Οκτώβρηδες μετά ξαναείδα τον παλιό καλό μου φίλο με το κοστούμι, τον Ελευθέριο. Δηλαδή δεν τον είδα εγώ, μου τον έδειξε η Χρύσα στο κυλικείο «Κοίτα αυτόν εκεί στο τραπεζάκι των ΕΑΑΚ» Κι είδα έναν τύπο με μαύρο δερμάτινο παντελόνι προκλητικά κολλητό σαν του Τζιμ Μόρισσον, σκισμένη μπλούζα και σκουλαρίκι στο αυτί να κρατά στα χέρια του ένα τσιγάρο. Το έφερνε στα χείλη του λίγο άγαρμπα, σα να κρατούσε κανένα καρότο και να μην του άρεσε η γεύση. Μιλούσε με μια κοντούλα ξανθιά κοπελίτσα και έβαζε λίγο το τσιγάρο στο στόμα, προσπαθούσε να ρουφήξει, μα έβηχε και ύστερα έβγαζε ένα σφυριχτό ήχο. Αυτός ο σφυριχτός ήχος. Το ψεύδισμα. Η Χρύσα διέκοψε την σκέψη μου «Τον λένε Βαγγέλη, κοίτα πόσο το παίζει». Μα δεν τον λένε Βαγγέλη, Ελευθέριο τον λένε ήθελα να πω, μα δεν το είπα. Ίσως και να παραλογιζόμουν. Πήγα πιο κοντά να δω, και ναι, ήταν αυτός, ο Ελευθέριος, ο Βαγγέλης, ο Αριστόξενος, με την σκλήρυνση κατά πλάκας. Δεν του μίλησα αυτή τη φορά. Την επόμενη μέρα ωστόσο, βρήκα την γνώριμη λευκή BMW του ογδόντα παρκαρισμένη έξω από το Εστιατόριο της Φιλοσοφικής. Άκουγες στο τέρμα Going Through στο «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο». Ο Ελευθέριος. «Που ‘σαι ρε;» τον ρώτησα και χαμήλωσε την μουσική για να μου πει «Έλα ρε μαν, εδώ περιμένω μία ξαδέρφη μου».

Φιλολό

Κι ο Βαγγέλης Ελευθέριος Αριστομένης κάπου εδώ χάθηκε από το πλάνο μου. Ύστερα έμαθα για έναν ο οποίος είχε ντυθεί με στολή Ανωτάτου Αξιωματικού του Εμπορικού Ναυτικού. Έναν Ναύαρχο πολύ νεαρό στην ηλικία ο οποίος είχε έρθει στο Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας γιατί έκανε μία μελέτη για τον Καββαδία και έψαχνε για Ναυτικά Λεξικά. Κάτι η προσωπική τρέλα με την «Βάρδια», κάτι που το συγκεκριμένο βιβλίο με έδεσε και με έλυσε, ήθελα να τον δω αυτόν τον τύπο τον Ναύαρχο που ήθελε να μελετήσει το έργο του Καββαδία. Όταν μου πανε «Άσε έχει έρθει ο στόλος σήμερα στη Βιβλιοθήκη, τράβα να δεις» έτρεξα να δω τον κύριο Παναγιώτη. Ή Τάκη. Και ποιον βρήκα άραγε. Τον Ελευθέριο. Αυτό ήταν, τώρα θα τον ρωτούσα, τέλος, τι και γιατί ντύνεσαι έτσι ρε αγόρι μου; Και πώς στο διάολο σε λένε τελοσπάντων; «Άσε φίλε, τρέχω τρέχω σαν το διάολο» μου λέει «κωλοκατάσταση. Είμαι εδώ στο μεταπτυχιακό της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας και κάνω και την θητεία μου στο ναυτικό ταυτόχρονα και….» κάτσε μισό και τόσα γαλόνια πού τα μάζεψες στη θητεία τελοσπάντων ρωτάω «Α τον Γιώργο τον ξέρεις στο μεταπτυχιακό, τον Πολυμενέα;» θα τον τσακώσουμε τώρα λέω «Ναι τον ξέρω, με τον Γιώργο κάναμε τις μισές εργασίες μαζί» φτου τον ξέρει «Την Σοφία την Λεβαντή;» σε τσάκωσα κερατά «Ναι ρε, την τέτοια, την… την κοκκινομάλλα δεν λες;» Που να πάρει ο διάολος κοκκινομάλλα η Σοφία. Άρα όντως τα κάνει όλα αυτά που λέει. Τον άφησα κι έφυγα μετά τους απαραίτητους χαιρετισμούς. Δεν πειράζει που ούτε η κοκκινομάλλα Σοφία ήξερε τον Ελευθέριο, ούτε ο Πολυμενέας, πειράζει;

Τρεις μήνες αργότερα είχα μπει κι εγώ στο μεταπτυχιακό. Κι ένα πρωί είδα τον Ελευθέριο στην πλώρη της Φιλοσοφικής. Δίπλα στην πινακίδα με την χρονολογία και τα πεσμένα γράμματα. Να έχει και ένα παιδάκι παρέα. Το μικρό παιδάκι έπαιζε με το ποδήλατό του, κι ο Ελευθέριος στο πλάι του έδειχνε κάτι να περιμένει. «Πού είσαι ρε;» τα κλασικά. Ε να, ήρθε με τον γιο της αδερφής του, μόλις τελείωσε το μεταπτυχιακό και τώρα περιμένει να τον πάρουνε για Διδακτορικό. Ε ρε ύπνος που με παίρνει εμένα, ορίστε, ο Λευτέρης έφτασε να κάνει Διδακτορικό κι εγώ ακόμα δεν μπήκα στο Μεταπτυχιακό που να με πάρει. Ντράπηκα τόσο πολύ που δεν του μίλησα παραπάνω και έφυγα.
Ανηφόρισα απελπισμένος τα σκαλιά και χαιρέτησα τον Θυρωρό. «Έλα εδώ» μου λέει. Τι να θέλει; Τόσα χρόνια ένα «καλημέρα σας» του χτυπάω κι αυτό ήταν. Τώρα τι ήθελε;

-Ακόμα έξω είναι; με ρώτησε εμπιστευτικά.
-Ποιος είναι έξω; του λέω.
-Το καημένο το παιδί. Είναι ακόμα εκεί έξω; Αυτός με το παιδάκι, είναι έξω; Δεν ξέρω πού το μάζεψε, εγώ λέω να πάρω την αστυνομία.
-Ποια αστυνομία; Ο Ελευθέριος με τον ανηψιό του; Ναι έξω είναι, γιατί να πάρετε την αστυνομία;
-Ρε ποιον ανηψιό του; Ποιος Ελευθέριος; Δεν ξέρεις γι’ αυτόν;
-Τι να ξέρω;

-Κανείς δεν ξέρει πώς τον λένε στην πραγματικότητα. Λέει ότι τάχα σπουδάζει εδώ και έρχεται, κάθε φορά λέει και άλλο όνομα. Κάθε φορά και άλλη ιστορία. Σήμερα το μενού έχει πως ήταν παντρεμένος με μία κοπέλα που σπούδαζε στην Φιλοσοφική και η κοπέλα αυτοκτόνησε πέφτοντας στο Αίθριο. Καρφώθηκε λέει πάνω στο δόρυ του αγάλματος της Αθηνάς. Και αυτός τάχα μου είναι ο γιός του. Και τα λέει αυτά τα κλαψομούνικα στα γκομενάκια για να μαζεύει τηλέφωνα. Πιο παλιά έλεγε ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ότι είναι Λοχαγός στο Πεζικό. Ότι έχει τελειώσει την Εμποροπλοιάρχων και είναι πλοίαρχος σε καράβι. Ότι κάνει μεταπτυχιακό, ότι είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας, ότι παίζει σε συγκρότημα και κάνουνε λάηβ, ότι είναι σκηνοθέτης και ψάχνει για νέα πρόσωπα, ότι είναι φωτογράφος και ετοιμάζει ένα ημερολόγιο για την Vogue, ότι είναι γιατρός, ότι είναι δημοσιογράφος, ότι είναι Άγγλος φιλέλληνας, Σουηδός ταριχευτής και Βέλγος μπάρμαν. Όλα τα έχει πει, αλλά σήμερα το παράκανε. Πού το βρήκε αυτό το παιδί;
-Πού να ξέρω; Με αγχώσατε τώρα.

Δεν ήθελα να μπλέξω παραπάνω. Σηκώθηκα κι έφυγα, δεν ξέρω τι έγινε τελικά με το παιδί και το ποδηλατάκι του. Πάντως, μια βδομάδα μετά είδα μέρα μεσημέρι έξω από την είσοδο της Πανεπιστημιούπολης παρκαρισμένο ένα αυτοκίνητο. Μια σκονισμένη λευκή BMW του ογδόντα. Χορτάρια στο καπώ. Φαινόταν σα να έμενε κάποιος μέσα και να έχει ένα σωρό πράγματα. Κοίταξα καλύτερα: στο χερούλι πάνω από κάθε πόρτα υπήρχαν τέσσερις κρεμάστρες. Από κάθε κρεμάστρα έβλεπες το νάυλον που τύλιγε ευλαβικά κάθε ένδυση. Δεν μπόρεσα να διακρίνω τι στολές ήταν, πάντως είδα πλήθος χρυσά κουμπιά και μερικά καπέλα. Έκανα έναν γύρο το αυτοκίνητο. Έβλεπες παντού στολές και ενδυμασίες, πράσινες, χακί, μπλε, λευκές, ρούχα και κοστούμια και πολλά. Γύρισα να δω το παράθυρο του οδηγού: ένας αγκώνας προεξείχε τριχωτός. Πλησίασα λιγάκι ακόμα. Στην θέση του οδηγού ένας άνδρας έκλαιγε γυμνός. Ο Ελευθέριος: «Μέσα… Γιατί δεν με αφήνουν;… Μέσα… Να μπω να της μιλήσω λίγο… Μέσα… Γιατί;»

17 thoughts on “Φιλοσοφικης Δεσμωτης

  1. Απλά εξαιρετικό. Δεν ξέρω δε αν είναι αληθινό, μα αληθινό μοιάζει. Τρομακτικό αλλά μου κάνει πως εύκολα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στη Φιλοσοφική. Δε ξέρω αν το τόνισα αρκετά για το διήγημα. Εξαιρετικό.

  2. Όντως πολύ ωραίο. Και ξέρεις γιατί θα γινόταν εύκολα στη Φιλοσοφική, έτσι Jorn; Γιατί τέτοια μπορεί να κάνει η Φιλοσοφική, η Μεγάλη Μητέρα, στις ψυχές των ανθρώπων. Καμμιά φορά διαλέγει μερικές ψυχές απλά για να τις φάει.

  3. Ευχαριστώ Jorn και χαρά στο κουράγιο σου! Δεν έπιασε ακόμα κρύο γερό, μα το σεντόνιασμα ξεκίνησε για τα καλά. Ένα haiku πάραυτα να συνέλθει το μάτι! Έτσι είναι η Μεγάλη Μητέρα, άλλους τους τρώει κι άλλους τους αφήνει να την κοιτούν και να τους τρέχουν τα σάλια χαρ χαρ χαρ

  4. Η Λεβαντή δεν ειναι κοκκινομάλλα. Άρα επαγωγικά πρόκειται για προϊόν καθαρής μυθοπλασίας.

  5. Ο Διακορευτής με άγχωσε με τα λεγόμενά του για τις κοκκινομάλλες. Jimmy ναι και όχι και ναι και σίγουρα είναι μυθομανία. 🙂
    φχαριστώωωω

  6. Kι εμένα μου άρεσε πολύ! Συγχαρητήρια μεσιέ! Η Φιλοσοφική είναι παράξενος τόπος! Τα πάντα μπορούν να συμβούν. Μου θυμίσατε έναν τύπο με λευκό κοστούμι και μερσεντές παρεμπιπτόντως. Από το έτος μου. Πάρκαρε συνήθως κάτω από τη γέφυρα, στο τέρμα των λεωφορείων. Από τα χερούλια των παραθύρων κρέμονταν κρεμάστρες με σακάκια ή πουκάμισα.

  7. Χαίρε Χέλγκα. Αυτό το υπερβόρειο όνομα μήπως σε κάνει μία από τις πορφυρομάλλες φίλες/συνομιλήτριες του Ελευθέριου; Κι από το έτος σου κιόλας; Άσε να πλανάται ερωτηματικό στον μπλογκοαέρα, μα για τον τύπο μας με το λευκό κοστούμι δώσε ό,τι έχεις!

  8. Το κοστούμι του ήταν λινό, μπεζ-ζαχαρί, από μέσα πουκάμισο και ασορτί με το σακάκι γιλέκο. Το γιλέκο το είδα μια μέρα που το σακάκι ανέμιζε κρεμασμένο από το χερούλι της μερσεντές. Θα μπορούσα άνετα να τον φανταστώ με καπέλο και μπαστούνι, αλλά όχι. Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα, ήταν ξανθωπός, σγουρά μαλλιά…Τον παρατήρησα τότε που είχε παρκάρει κάτω από τη γέφυρα, είχε ανοίξει πόρτες και παράθυρα σαν κάτι πανηγύρια στο χωριό και άκουγε μουσική-δεν ξέρω τι… Τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα κολλήσει στον τοίχο δίπλα που έγραφε:

    …άνθρωπέ μου τί ξεφτίλα
    να σου χαλάνε το όνειρο
    και συ να τους αφήνεις.

    Τον άφησα κι έφυγα για το 221.

  9. Χέλγκα το κόμμεντ είναι τόσο πετυχημένη παράγραφος του Δεσμώτη, που πρέπει να ρωτήσω τον ίδιο για να σου απαντήσουμε όλοι μαζί. Το γιλέκο είναι λίαν ενδιαφέρον. Και ο χαρτοφύλακας. Τώρα που το ξαναβλέπω, θυμήθηκα τι κουβαλούσε μέσα σε αυτόν τον χαρτοφύλακα ο Ελευθέριος. Όσο για τον τρομερό στίχο στον τοίχο, πέραν της αναγνωστικής διαλύσεως, ποιος άραγε θα μπορούσε να το χάλαγε το όνειρο του Ελευθερίου; Δε νομίζω ότι μασά σε κάτι τέτοια. Τι λες; Θα τον ανιχνεύσω και να δούμε τι λέει κι ο ίδιος.

  10. Pingback: Φιλοσοφικής Δεσμώτης Vol. #2: « Τα Νέα του Βελγίου

  11. Dio sxolia gia auto to keimeno.. 1) O eleutherios isws kai na einai enas fisiologikos xaraktiras i kalitera mia extreme morfi tou sigxronou anthrwpou me tis antifaseis tou k ta adieksoda tou..to ti thewroume trelo i paralogo einai para poli sxetiko k pistepste me an zisete estw k gia ligo se auti ti poli pou legetai manhattan tha katalavete oti o eleutherios isws einai k normal mprosta se auta pou tha deite..2) Telika ola arxizoun k teleiwnoun ston erwta.. ola eformountai k pigazoun apo auto to sinaisthima..einai entipwsiako pws kirieuei to mialo mas, elegxei ti simperifora mas k alloiwnei ti proswpikotita mas..

  12. Χαίρομαι για το πρώτο σχόλιο από την Εξωτική Νήσο του Μανχατάν. Ο Ελευθέριος είναι όντως απολύτως νορμάλ, σήμερα έμαθα πως τον λένε ΚΑΙ Σωτήρη και έχει κάνει καντάδα εντός αμφιθεάτρου. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν στου έρωτος την ασθένεια ιατρέ μου; Ωχ,

  13. Pingback: Φιλοσοφικής Δεσμώτης Vol. 3: Πληθυντικός Ευγενείας « Τα Νέα του Βελγίου

Leave a reply to jackson twosheds Cancel reply